τρύπημα

τρύπημα
-ήματος, το, ΝΜΑ [τρυπῶ]
νεοελλ.
1. η ενέργεια τού τρυπώ, διάνοιξη οπής
2. τσίμπημα με αιχμηρό όργανο ή αντικείμενο, κεντηματιά («τρύπημα από αγκάθι»)
αρχ.
1. οπή, τρύπα
2. η οπή τής βελόνας, τρυμαλιά
3. (σχετικά με πλοίο) η κοιλότητα όπου τοποθετούνται το πηδάλιο ή τα κουπιά
4. η οπή τής βαλάνου τού πέους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τρύπημα — that which is bored neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρύπημα — το, ατος 1. η διάνοιξη τρύπας, η τρυπησιά: Έκανε τρύπημα στ αυτιά για να περάσει σκουλαρίκια. 2. τσίμπημα, κεντηματιά με μυτερό όργανο: Τρύπημα απ αγκάθι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρύπημ' — τρύπημα , τρύπημα that which is bored neut nom/voc/acc sg τρύ̱πημι , τρυπάω bore pres ind act 1st sg τρύ̱πημαι , τρυπάω bore pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυπημάτων — τρύπημα that which is bored neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυπήμασι — τρύπημα that which is bored neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυπήμασιν — τρύπημα that which is bored neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυπήματα — τρύπημα that which is bored neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυπήματι — τρύπημα that which is bored neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυπήματος — τρύπημα that which is bored neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατρύπημα — το, Α πλάγιο τρύπημα, άνοιγμα στα πλευρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τρύπημα (< τρυπῶ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”