τρύπημα — that which is bored neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρύπημα — το, ατος 1. η διάνοιξη τρύπας, η τρυπησιά: Έκανε τρύπημα στ αυτιά για να περάσει σκουλαρίκια. 2. τσίμπημα, κεντηματιά με μυτερό όργανο: Τρύπημα απ αγκάθι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρύπημ' — τρύπημα , τρύπημα that which is bored neut nom/voc/acc sg τρύ̱πημι , τρυπάω bore pres ind act 1st sg τρύ̱πημαι , τρυπάω bore pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυπημάτων — τρύπημα that which is bored neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυπήμασι — τρύπημα that which is bored neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυπήμασιν — τρύπημα that which is bored neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυπήματα — τρύπημα that which is bored neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυπήματι — τρύπημα that which is bored neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυπήματος — τρύπημα that which is bored neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατρύπημα — το, Α πλάγιο τρύπημα, άνοιγμα στα πλευρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τρύπημα (< τρυπῶ)] … Dictionary of Greek